- απορρώξ
- ἀπορρώξ, (-ῶγος), ο, η (AM) [απορρήγνυμι]1. αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος, κρημνώδης2. ως ουσ. γκρεμός, απότομος βράχος3. το θηλ. ως ουσ. μέρος, τμήμα που έχει αποσπαστεί4. μέλος του σώματος5. απόσταγμα.
Dictionary of Greek. 2013.